τρυχνος

τρυχνος
    τρύχνος
    3
    или 2
    предполож. нежный, певучий
    

(ἁ φωνά Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρυχνος" в других словарях:

  • τρύχνος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχνος — ἡ, Α βλ. στρύχνος …   Dictionary of Greek

  • τρύχνη — ἡ, Α στρύχνος, τρύχνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τρύχνος / στρύχνος*, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • στρύχνος — (solanum). Γένος φυτών (δέντρων, δεντρυλλίων ή θάμνων) της οικογένειας των Λογανιιδών (δικοτυλήδονα). Ο στρύχνος του Ιγνάτιου είναι ένας αναρριχώμενος θάμνος, ιθαγενής των Φιλιππίνων, του οποίου τα σπέρματα (τα κουκιά του αγίου Ιγνάτιου)… …   Dictionary of Greek

  • τρύχνον — neut nom/voc/acc sg τρύχνος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχνου — τρύχνον neut gen sg τρύχνος fem gen sg τρυχνόω pres imperat act 2nd sg τρυχνόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχνων — τρύχνον neut gen pl τρύχνος fem gen pl τρυχνόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τρυχνόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχνῳ — τρύχνον neut dat sg τρύχνος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»